- στηθοσκοπώ
- (ε) μετ. выслушивать (больного)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στηθοσκοπώ — έω, Ν (για γιατρό) εξετάζω με επίκρουση και ακρόαση ή με το στηθοσκόπιο τους ήχους τού θώρακα για διαγνωστικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + σκοπώ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ραβδο σκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο… … Dictionary of Greek
στηθοσκοπώ — στηθοσκόπησα, εξετάζω τον ασθενή με το στηθοσκόπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
στηθοσκοπικός — ή, ό, Ν [στηθοσκοπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στηθοσκόπηση. επίρρ... στηθοσκοπικώς και στηθοσκοπικά Ν με στηθοσκόπηση … Dictionary of Greek
στηθοσκόπηση — η, Ν [στηθοσκοπώ] ιατρ. η εξέταση τής λειτουργίας τών οργάνων τού θώρακα με το στηθοσκόπιο … Dictionary of Greek